Ανοιξιάτικοι Περίπατοι στα Κύθηρα

Λιμνιώνας Μυλοπόταμος Κύθηρα

Ένα ταξίδι στην καρδιά της άγριας, εύθραυστης ομορφιάς

Όταν η άνοιξη ξυπνά την ελληνική γη, στα Κύθηρα ξυπνά κάτι βαθύτερο. Το νησί λες και ανασαίνει αλλιώς. Δεν είναι μόνο τα αγριολούλουδα που ξεπετάγονται από σχισμές πετρωμάτων, ούτε τα τιτιβίσματα των πουλιών που φτιάχνουν τις φωλιές τους στις σκιές των χαμηλών δέντρων. Είναι μια αόρατη μετατόπιση του χρόνου. Εδώ, η άνοιξη δεν είναι εποχή – είναι διάθεση, μυσταγωγία, αποκάλυψη. Τα Κύθηρα την άνοιξη δεν κραυγάζουν. Ψιθυρίζουν. Και όποιος τα ακολουθήσει στα μονοπάτια τους, εκείνα τα παλιά, τα πεζοπορικά, τα χτισμένα με ιδρώτα και πέτρα, δεν περπατά απλώς. Διαβάζει ένα έπος γραμμένο με χώμα και νερό.

Ξεκινώντας από τον Μυλοπόταμο, ένα από τα πιο μυθικά χωριά στα Κύθηρα, ο ταξιδιώτης αντικρίζει τον χρόνο να σταματά. Εδώ, οι παλιοί νερόμυλοι κοιμούνται πλάι στους καταρράκτες, που πέφτουν αδιάκοπα, σαν αιώνια λύπη ή σαν λύτρωση. Η διαδρομή μέχρι τη “Νεράιδα”, τον πιο γνωστό καταρράκτη των Κυθήρων, είναι ένα μονοπάτι από δροσιά, ψίθυρους φύλλων και τον ήχο του νερού να συνοδεύει κάθε βήμα. Το φως παιχνιδίζει μέσα από τα φύλλα, ενώ η μυρωδιά του υγρού χώματος μπλέκεται με αρώματα λεβάντας και θυμαριού.
Πιο πάνω, στα ερείπια του Παλιόκαστρου, εκεί που κάποτε φύλαγαν οι αρχαίοι τη μοίρα του νησιού, η άνοιξη φτάνει αργά και επιβλητικά. Το τοπίο ανοίγει και το βλέμμα χάνεται στο γαλάζιο του πελάγους. Η σιωπή εδώ έχει βάθος. Απότομο και επιβλητικό, το ύψωμα σε οδηγεί να ξανασκεφτείς την έννοια της μνήμης – σαν να ακουμπάς μια πέτρα και να νιώθεις από κάτω της ιστορίες. Εκεί κοντά, το μικρό εκκλησάκι της Παναγίας της Απολυτρώτριας, χωμένο στην πλαγιά, μοιάζει να γεννήθηκε μαζί με τον βράχο. Μπορείς να καθίσεις εκεί, μόνος, και να αφουγκραστείς την παλμική καρδιά του νησιού. Ένα σημείο όπου το φως δεν πέφτει, αλλά χαϊδεύει.

Πιο νότια, καθώς πλησιάζεις τη Χώρα και ακολουθείς το κατηφορικό καλντερίμι προς το Καψάλι, κάθε στροφή του δρόμου ανοίγει νέους ορίζοντες. Τα ασβεστωμένα σπίτια της πρωτεύουσας αντανακλούν το ανοιξιάτικο φως, ενώ τα γεράνια και οι βουκαμβίλιες γεμίζουν τα μπαλκόνια με χρώματα. Η διαδρομή τελειώνει εκεί που σμίγει το βουνό με τη θάλασσα – στο Καψάλι, με τις βάρκες να λικνίζονται απαλά και το κάστρο να υψώνεται στο βάθος σαν σκιά παραμυθιού.
Αλλά δεν είναι μόνο οι φυσικές περιοχές των Κυθήρων. Είναι και οι συναντήσεις. Ένας παππούς στο καφενείο που θα σε κεράσει ρακόμελο και θα σου μιλήσει για τη νεράιδα που έβλεπε, μικρός, στο ποτάμι του χωριού του. Μια γιαγιά που θα σε ρωτήσει από πού είσαι και θα σου δώσει λίγο φρέσκο τυρί για τον δρόμο. Και πάντα, εκείνη η αίσθηση πως το νησί σε θυμάται – κι ας μην το ‘χεις ξαναπατήσει ποτέ.
Η πεζοπορία στα Κύθηρα την άνοιξη δεν είναι άθλημα. Είναι πράξη επιστροφής. Στη φύση, στην απλότητα, στον εαυτό σου. Και το νησί δεν σε πιέζει – σου προσφέρεται. Σου δείχνει τον δρόμο, σου αφήνει σημάδια: ένα παλιό εκκλησάκι με ξεθωριασμένες αγιογραφίες, ένα πέτρινο γεφύρι καλυμμένο από λειχήνες, μια πηγή που ακόμα τρέχει.
Στα Κύθηρα την άνοιξη, δεν πας για να “δεις”. Πας για να ακούσεις. Για να γευτείς. Για να θυμηθείς κάτι που δεν ήξερες ότι είχες ξεχάσει.

Κύθηρα
Η μικρή αλλά πολύ γραφική παραλία φούρνοι που βρίσκεται στην βόρεια ανατολική πλευρά των Κυθήρων, με τα καταγάλανα νερά και το κύμα να χαϊδεύει απαλά την αμμουδιά.

Καθώς βαδίζεις πιο βαθιά μέσα στην καρδιά του νησιού, τα Κύθηρα αρχίζουν να σου μιλούν σε μια γλώσσα που δεν είναι λόγια. Είναι οι ήχοι – του αέρα που περνά ανάμεσα απ’ τα κυπαρίσσια και του κουδουνιού από ένα μακρινό κοπάδι. Είναι οι μυρωδιές – άγριο δεντρολίβανο που σε σταματά να κλείσεις τα μάτια, και μετά φασκόμηλο, και ξαφνικά γιασεμί από μια αυλή που δε βλέπεις. Είναι η σιωπή – αυτή η πυκνή, γεμάτη παρουσία σιωπή που κυκλώνει τις παλιές εκκλησίες και τα ξεχασμένα ξωκλήσια που φιλούν τοπικούς θρύλους, ανάμεσα σε πέτρες και σκιές.
Ένα από αυτά τα μονοπάτια οδηγεί στον Αβλέμονα, το παραθαλάσσιο γραφικό ψαροχώρι που μοιάζει με πίνακα. Εκεί, η άνοιξη ανθίζει πιο νωχελικά. Οι καλαμιές θροΐζουν δίπλα στο γλυκό λιμανάκι και το νερό λαμπυρίζει σαν υγρό φως. Κάποιος σου μιλά για το Φορτέτζα, τα ερείπια της παλιάς βενετσιάνικης οχύρωσης, που κάποτε έλεγχε το πέρασμα. Κάθε λιθάρι εκεί, μαρτυρά μάχες, βροχές, αιώνες. Εδώ, η πεζοπορία δεν σε οδηγεί απλώς σε προορισμούς. Σε οδηγεί σε ιστορίες. Και κάθε στροφή του μονοπατιού είναι μια σελίδα ακόμα.
Το μεσημέρι, αν σταθείς σε κάποιο ορεινό χωριό, όπως τον Ποταμό, μπορεί να σε τραβήξει η μυρωδιά από κατσικάκι στη γάστρα ή πίτες που μόλις ξεφουρνίστηκαν. Εδώ, η φιλοξενία δεν είναι επαγγελματική – είναι αυθόρμητη. Αν πεις «καλημέρα» σε κάποιον, είναι πολύ πιθανό να σου πει «έλα για καφέ». Και πίσω από την αυλή του, υπάρχει πάντα ένα μικρό, κρυμμένο μονοπάτι, ένα καλντερίμι που οδηγεί σε κάποιο ξωκλήσι, σε κάποια θέα που κόβει την ανάσα.

Και μόλις νιώσεις πως έχεις δει και βιώσει αρκετά, έρχεται το φως του δειλινού και σε βρίσκει στο βράχο πάνω απ’ το Καψάλι. Εκεί όπου ο ήλιος ακουμπά τη θάλασσα και το Κάστρο της Χώρας γίνεται σκιά στον πορτοκαλί ουρανό. Είναι εκείνη η ώρα που δεν θες να μιλήσεις. Μόνο να σταθείς. Να κοιτάξεις. Να αφήσεις το νησί να σου πει όσα δεν πρόλαβες να ρωτήσεις.
Τα Κύθηρα την άνοιξη δεν προσφέρουν απλώς όμορφες εικόνες. Προσφέρουν βάθος. Σε προσκαλούν σε έναν αργό ρυθμό, σχεδόν παλμικό, και σε διδάσκουν ότι το περπάτημα μπορεί να γίνει τρόπος ζωής. Ότι το τοπίο δεν είναι διακοσμητικό, αλλά ζωντανό, συνομιλητής. Κάθε πέτρα, κάθε κορμός, κάθε σκιά, είναι κομμάτι μιας παλιάς αφήγησης που περιμένει να ειπωθεί ξανά, μέσα από τα δικά σου βήματα.
Ίσως τελικά αυτό είναι που κάνει τα Κύθηρα τόσο ξεχωριστά: δεν τα “επισκέπτεσαι”. Τα διασχίζεις. Τα αφουγκράζεσαι. Και φεύγοντας, νιώθεις πως κουβαλάς μέσα σου κάτι λίγο πιο παλιό, λίγο πιο σοφό, λίγο πιο ελαφρύ.

Compare listings

Compare